- όκλαση
- η (Α ὄκλασις) [οκλάζω]καθιστική στάση με κάμψη τών γονάτων («λέγεται τὸ ἐπὶ τὰς κνήμας καὶ τὰς πτέρνας κάμψαντα τὰ γόνατα καθίσαι», Ιπποκρ.)νεοελλ.όρος τής γυμναστικής ο οποίος δηλώνει τη θέση τού σώματος κατά την οποία κάμπτονται τα γόνατα μέχρι να έλθει σε επαφή ο μηρός με την κνήμη.
Dictionary of Greek. 2013.