όκλαση

όκλαση
η (Α ὄκλασις) [οκλάζω]
καθιστική στάση με κάμψη τών γονάτων («λέγεται τὸ ἐπὶ τὰς κνήμας καὶ τὰς πτέρνας κάμψαντα τὰ γόνατα καθίσαι», Ιπποκρ.)
νεοελλ.
όρος τής γυμναστικής ο οποίος δηλώνει τη θέση τού σώματος κατά την οποία κάμπτονται τα γόνατα μέχρι να έλθει σε επαφή ο μηρός με την κνήμη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὀκλάσῃ — ὀκλάσηι , ὄκλασις crouching with bent hams fem dat sg (epic) ὀκλάζω crouch down with bent hams aor subj mid 2nd sg ὀκλάζω crouch down with bent hams aor subj act 3rd sg ὀκλάζω crouch down with bent hams fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀκλάσηι — ὄκλασις crouching with bent hams fem dat sg (epic) ὀκλάσῃ , ὀκλάζω crouch down with bent hams aor subj mid 2nd sg ὀκλάσῃ , ὀκλάζω crouch down with bent hams aor subj act 3rd sg ὀκλάσῃ , ὀκλάζω crouch down with bent hams fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημιόκλαση — η (γυμναστ.) κάμψη τών γονάτων από την ακροστασία, ώσπου να σχηματιστεί ορθή γωνία από τον μηρό και την κνήμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + όκλαση (< οκλάζω «κάθομαι στα γόνατα, κάμπτω τα γόνατα»] …   Dictionary of Greek

  • οκλαδία — ὀκλαδία, ἡ (Α) κάθισμα με κάμψη γονάτων, όκλαση. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οκλάζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”